Τσίπουρο και τσικουδιά είναι σχεδόν το ίδιο αλκοολούχο ποτό, το παραδοσιακό ελληνικό απόσταγμα στέμφυλων σταφυλής, από ασυνεχή απόσταξη σε άμβυκες, κατόπιν αλκοολικής ζύμωσης των στέμφυλων και κάποιας ποσότητας μούστου. Η «τσικουδιά» όμως αφορά την Κρήτη και το «τσίπουρο» την υπόλοιπη Ελλάδα. Πρόκειται για αποστάγματα με ιστορία από τον ύστερο Μεσαίωνα. Διαφορά ανάμεσα σε τσίπουρο και τσικουδιά είναι η διπλή και μονή απόσταξη αντίστοιχα, αν και ούτε αυτό αποτελεί κανόνα.
Σε κάθε περίπτωση, τσίπουρο και τσικουδιά (και όχι «ρακή», μια ονομασία που δεν ανήκει στην Ελλάδα) έχουν άρρηκτη σχέση με την ελληνική γη, τους ανθρώπους, το σταφύλι και την αμπελοκαλλιέργεια. Είναι ονομασίες ιστορικά και γεωγραφικά κατοχυρωμένες από την E.E., που αφορούν αποκλειστικά ελληνικά αποστάγματα. Ανάλογα θεσμοθετημένες είναι και οι ενδείξεις «Τσίπουρο Tυρνάβου», «Τσίπουρο Θεσσαλίας», «Τσίπουρο Mακεδονίας» και «Τσικουδιά Kρήτης». Για την Ελλάδα ισχύουν και οι ενδείξεις «Τσίπουρο Μουζακίου», «Τσίπουρο Ηπείρου» (ή ηπειρώτικο) και «Τσίπουρο Ναούσης» (ή Νάουσας). Συγκεκριμένοι δε ποτοποιοί έχουν δικαίωμα χρήσης των ενδείξεων «Τσίπουρο Λήμνου», «Τσίπουρο Θρακιώτικο», «Τσίπουρο Τήνου» και «Εβρίτικο Τσίπουρο», στην εμπορική ονομασία προϊόντων τους.
H πρόσφατη ιστορία τσίπουρου και τσικουδιάς δικαιολογεί την αγάπη του κόσμου για αυτά τα αποστάγματα, αφού συνδέθηκαν για αιώνες με πλήθος ελληνικών νοικοκυριών. Τσίπουρο και τσικουδιά ήταν και παραμένουν καθημερινά ποτά για χαρές και λύπες, για ιδία κατανάλωση ή γρήγορο κέρασμα, συνοδευτικά μεζέδων, θερμαντικά, λόγω του υψηλού αλκοόλ τους, έως και συμπληρώματα θερμίδων ή γιατρικά.
Η εν λόγω όμως ιστορία, καθώς και η οικειοποίηση αυτών των προϊόντων σκιαγραφεί τους λόγους επικράτησης των χύμα προϊόντων, εις βάρος όχι μόνο της ελληνικής οικονομίας, της ποιότητας, της αναγνώρισης των παραγωγών επώνυμων προϊόντων, των χαμηλών εξαγωγών, αλλά πολλές φορές και της ίδιας της υγείας των καταναλωτών. Στην ερώτηση «χύμα ή εμφιαλωμένο;», η απάντηση είναι μία: ΕΜΦΙΑΛΩΜΕΝΟ, που είναι ελεγχόμενο, παραγμένο με εγγυήσεις και η εμφιάλωση το προστατεύει από αλλοιώσεις, κάθε... είδους (με την υγεία δεν παίζουμε και το κακώς αποσταγμένο τσίπουρο μπορεί να εμπεριέχει μεθανόλη, μια αλκοόλη που, ανάλογα με τη δόση, μπορεί να προκαλέσει σημαντικές ζημιές στον άνθρωπο (έως και μόνιμες, όπως τύφλωση).
Ωστόσο, αρωματισμένο ή μη (το τσίπουρο), με τον κλασικό γλυκάνισο, μέχρι με σαφράν ή άλλα αρωματικά (π.χ. μπαχαρικά, όπως στην περίπτωση της φατουράδας), με ή χωρίς παλαίωση, ένα είναι σίγουρο: Τσίπουρο και τσικουδιά έχουν σήμερα σημαντική απήχηση σε πολλές ηλικίες, ίσως λόγω συλλογικότητας της μνήμης του ελληνικού λαού, που έμμεσα ή άμεσα συγκινεί και επηρεάζει ασυνείδητα. Άλλωστε, τα εν λόγω αποστάγματα λειτουργούν υπέρ μιας υγιούς διαφορετικότητας, έναντι στην ισοπέδωση και στην ομογενοποίηση της παγκόσμιας αγοράς αποσταγμάτων. Μέρος αυτών καλούνται να πάρουν πια, με πιο εκλεπτυσμένο τρόπο λελογισμένης κατανάλωσης, που ταιριάζει στον ανάλογο τρόπο παραγωγής τους, ως επώνυμα και προϊόντα υψηλής ποιότητας. Αυτό ακριβώς πρεσβεύει και υποστηρίζει η εκδήλωση Ελληνικό Απόσταγμα.
Τσίπουρο και τσικουδιά, ανάλογα με την περιοχή ή τις συνήθειες που αυτή ορίζει, καταναλώνονται σκέτα, με ελάχιστους... «μεζέδες» (π.χ. στην Κρήτη, καλός «μεζές» τσικουδιάς θεωρείται και το ωμό κουκί η το ωμό τρυφερό αγκιναρόφυλλο), έως και με παρέλαση πιάτων, όπως στη Θεσσαλία. Ταιριάζουν με έντονες, ακόμα και αρκετά βαριές γεύσεις, όπως αυτές από διάφορα τσιγαριστά ή τηγανητά, ποικιλία από πικάντικα μαγειρεμένα κρέατα, κρεατωμένα αλλαντικά και συναφή εδέσματα (π.χ. απάκι, παστό χοιρινό, σύγκλινο), έντονα τυριά κ.ά. Τσίπουρο και τσικουδιά πάνε μεν με θαλασσινές γεύσεις, αλλά συνηθίζονται λιγότερο με αυτές και καταναλώνονται καλύτερα χωρίς πάγο ή νερό (ή έστω με ελάχιστο παγωμένο νερό, που πάει περισσότερο στο γλυκανισάτο τσίπουρο), γύρω στους 10°C-12°C.